λουφάρω

λουφάρω
λουφάρω, λούφαρα και λουφάρισα βλ. πίν. 53

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λουφάρω — [λούφα] αποφεύγω να κάνω κάποια εργασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”